φλογιστικός

φλογιστικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που προκαλεί ανάφλεξη ή φλόγωση
2. φρ. «φλογιστική θεωρία»
χημ. (παλαιότερα) θεωρία βασιζόμενη στην ύπαρξη τού φλογιστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλογίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”